ὀκταέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] ες, achtjährig, [[χρόνος]], D. Sic. 17, 94. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] ες, achtjährig, [[χρόνος]], D. Sic. 17, 94. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />de huit ans.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκταέτης''': -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, [[χρόνος]] Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D. | |lstext='''ὀκταέτης''': -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, [[χρόνος]] Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, eight years old, Hp.Epid.1.10; of eight years, χρόνος D.S.17.94 :—fem. ὀκτα-έτις, ἡ, IG4.620, Pl.Ep.361d.
German (Pape)
[Seite 317] ες, achtjährig, χρόνος, D. Sic. 17, 94.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de huit ans.
Étymologie: ὀκτώ, ἔτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, χρόνος Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.
Greek Monolingual
-έτις, -άετες (Α ὀκταέτης, -έτις, -άετες)
βλ. οκταετής.
Russian (Dvoretsky)
ὀκταέτης: восьмилетний (χρόνος Diod.).