καταχαλκόω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
|elnltext=κατα-χαλκόω met brons beslaan.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχαλκόω:''' [[покрывать медью]] (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχαλκόω:''' [[покрывать медью]] (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χαλκόω met brons beslaan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[brass]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[brass]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9. II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατάχαλκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χαλκόω met brons beslaan.

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).

Greek Monotonic

καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.

Middle Liddell

fut. ώσω
to cover with brass, Hdt.