Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλειδίον: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />petite clef.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κλείς]].
|btext=ου (τό) :<br />petite clef.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κλείς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλειδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλείς]], μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, [[τρεῖς]] ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. [[καταπότιον]], Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.
|elnltext=κλειδίον -ου, τό, demin. van κλείς, sleuteltje.
}}
{{elru
|elrutext='''κλειδίον:''' τό [[ключик]] Arph., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κλειδίον:''' τό, υποκορ. του [[κλείς]], μικρό [[κλειδί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κλειδίον:''' τό, υποκορ. του [[κλείς]], μικρό [[κλειδί]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλειδίον:''' τό [[ключик]] Arph., Arst.
|lstext='''κλειδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλείς]], μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, [[τρεῖς]] ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. [[καταπότιον]], Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλειδίον -ου, τό, demin. van κλείς, sleuteltje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλειδίον]], ου, τό, [Dim. of [[κλείς]]<br />a [[little]] key, Ar.
|mdlsjtxt=[[κλειδίον]], ου, τό, [Dim. of [[κλείς]]<br />a [[little]] key, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδίον Medium diacritics: κλειδίον Low diacritics: κλειδίον Capitals: ΚΛΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kleidíon Transliteration B: kleidion Transliteration C: kleidion Beta Code: kleidi/on

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.356), τό, Dim. of κλείς, A little key, κλειδία… Λακωνίκ' ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ar.Th.421, cf. Fr. 16, IG22.1533.27 (iv B.C.); τὸ κ. τοῦ οἰκήματος Arist.Mir.832b23: without dimin. sense, τὰ κ. τῶν οὐρανῶν Porph.Chr.26. 2 stopcock, Hero Spir.1.24, POxy.2146.7 (iii A.D.). II = κλείς III, of the tunny, Ath.7.315d; cf. κλιδία. III a kind of astringent pill, Gal.13.87,290, Paul.Aeg.3.40; or astringent suppository, κ. ὑπόθετον Alex.Trall.9.3. (κλῃδ- is not found.)

German (Pape)

[Seite 1447] τό, ion. κληΐδιον, dim. von κλείς, kleines Schloß, Ar. Th. 421 u. Sp. – Auch das Schlüsselbein, clavicula. – Das Bruststück eines großen Seefisches, Ath. VII, 315 d. – Bei Galen. = Pille.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite clef.
Étymologie: dim. de κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειδίον -ου, τό, demin. van κλείς, sleuteltje.

Russian (Dvoretsky)

κλειδίον: τό ключик Arph., Arst.

Greek Monolingual

κλειδίον, τὸ (AM)
βλ. κλειδί.

Greek Monotonic

κλειδίον: τό, υποκορ. του κλείς, μικρό κλειδί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλείς, μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. καταπότιον, Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.

Middle Liddell

κλειδίον, ου, τό, [Dim. of κλείς
a little key, Ar.