κόσμησις: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />parure.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />parure.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόσμησις''': -εως, ἡ, [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], τακτοποίησις, [[στολισμός]], ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.
|elnltext=κόσμησις -εως, ἡ [κοσμέω] het ordenen, ordening:; ταῖς τῆς ψυχῆς... κοσμήσεσι voor de ordenende processen van de ziel Plat. Grg. 504d; opsmuk.
}}
{{elru
|elrutext='''κόσμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[благоустроенность]], [[упорядоченность]], [[слаженность]], [[гармоничность]] (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[устройство]], [[украшение]], [[орнаментировка]] (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[украшение]], [[наряд]] (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόσμησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[благоустроенность]], [[упорядоченность]], [[слаженность]], [[гармоничность]] (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[устройство]], [[украшение]], [[орнаментировка]] (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[украшение]], [[наряд]] (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).
|lstext='''κόσμησις''': -εως, ἡ, [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], τακτοποίησις, [[στολισμός]], ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.
}}
{{elnl
|elnltext=κόσμησις -εως, ἡ [κοσμέω] het ordenen, ordening:; ταῖς τῆς ψυχῆς... κοσμήσεσι voor de ordenende processen van de ziel Plat. Grg. 504d; opsmuk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόσμησις]], εως [[κοσμέω]]<br />an ordering, [[disposition]], [[arrangement]], [[adornment]], Plat.
|mdlsjtxt=[[κόσμησις]], εως [[κοσμέω]]<br />an ordering, [[disposition]], [[arrangement]], [[adornment]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόσμησις Medium diacritics: κόσμησις Low diacritics: κόσμησις Capitals: ΚΟΣΜΗΣΙΣ
Transliteration A: kósmēsis Transliteration B: kosmēsis Transliteration C: kosmisis Beta Code: ko/smhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, ordering, arrangement, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσι καὶ κοσμήσεσι Pl.Grg. 504 d, cf. Criti.117 b(sg.): adornment, Arist.Oec.1344a19; pl., Plu. Thes.23: metaph., dignity, ἡ τῆς πόλεως καὶ τοῦ βουλευτηρίου κ. BGU 1024 viii 10 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1491] ἡ, das Ordnen, Schmücken, der Schmuck; ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Plat. Gorg. 504 d; Critia. 117 b; Sp., wie Plut. Thes. 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
parure.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόσμησις -εως, ἡ [κοσμέω] het ordenen, ordening:; ταῖς τῆς ψυχῆς... κοσμήσεσι voor de ordenende processen van de ziel Plat. Grg. 504d; opsmuk.

Russian (Dvoretsky)

κόσμησις: εως ἡ
1) благоустроенность, упорядоченность, слаженность, гармоничность (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);
2) устройство, украшение, орнаментировка (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);
3) украшение, наряд (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).

Greek Monotonic

κόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διεθέτηση, διαρρύθμιση, διακόσμηση, διάταξη, στολισμός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμησις: -εως, ἡ, διευθέτησις, διάταξις, τακτοποίησις, στολισμός, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.

Middle Liddell

κόσμησις, εως κοσμέω
an ordering, disposition, arrangement, adornment, Plat.