πρόσβορρος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />tourné vers le nord, exposé au nord.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βορέας.
|btext=ος, ον :<br />tourné vers le nord, exposé au nord.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βορέας.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσβορρος''': -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.
|elnltext=πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσβορρος:''' [[обращенный к северу]] (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις ([[varia lectio|v.l.]] πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πρόσβορρος:''' -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρόσβορρος:''' -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσβορρος:''' [[обращенный к северу]] (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις ([[varia lectio|v.l.]] πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.
|lstext='''πρόσβορρος''': -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσβορρος Medium diacritics: πρόσβορρος Low diacritics: πρόσβορρος Capitals: ΠΡΟΣΒΟΡΡΟΣ
Transliteration A: prósborros Transliteration B: prosborros Transliteration C: prosvorros Beta Code: pro/sborros

English (LSJ)

ον, towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr.HP9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.

Russian (Dvoretsky)

πρόσβορρος: обращенный к северу (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις (v.l. πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].

Greek Monotonic

πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.

Middle Liddell

πρόσ-βορρος, ον, [βορρᾶς]
exposed to the north, Eur.

English (Woodhouse)

northern

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)