σκορόδιον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />gousse d'ail.<br />'''Étymologie:''' [[σκόροδον]].
|btext=ου (τό) :<br />gousse d'ail.<br />'''Étymologie:''' [[σκόροδον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκορόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκόροδον]], ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.
|elnltext=σκορόδιον -ου, τό [σκόροδον] knoflook(bol).
}}
{{elru
|elrutext='''σκορόδιον:''' τό [[лист или долька чеснока]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκορόδιον:''' τό, υποκορ. του [[σκόροδον]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκορόδιον:''' τό, υποκορ. του [[σκόροδον]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκορόδιον:''' τό [[лист или долька чеснока]] Arph.
|lstext='''σκορόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκόροδον]], ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.
}}
{{elnl
|elnltext=σκορόδιον -ου, τό [σκόροδον] knoflook(bol).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκορόδιον]], ου, τό, [Dim. of [[σκόροδον]], Ar.]
|mdlsjtxt=[[σκορόδιον]], ου, τό, [Dim. of [[σκόροδον]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορόδιον Medium diacritics: σκορόδιον Low diacritics: σκορόδιον Capitals: ΣΚΟΡΟΔΙΟΝ
Transliteration A: skoródion Transliteration B: skorodion Transliteration C: skorodion Beta Code: skoro/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκόροδον, in plural, Ar. Pl.818, Antiph.62.

German (Pape)

[Seite 904] τό, dim. von σκόροδον, bei Ar. im plur. Knoblauchsblätter od. -stengel, Plut. 818.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gousse d'ail.
Étymologie: σκόροδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορόδιον -ου, τό [σκόροδον] knoflook(bol).

Russian (Dvoretsky)

σκορόδιον: τό лист или долька чеснока Arph.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκόροδον
υποκορ. σκορδάκι.

Greek Monotonic

σκορόδιον: τό, υποκορ. του σκόροδον, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκορόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκόροδον, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.

Middle Liddell

σκορόδιον, ου, τό, [Dim. of σκόροδον, Ar.]