συνδρομάς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
|elnltext=συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι ( πέτραι ) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).
}}
{{elru
|elrutext='''συνδρομάς:''' άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδρομάς:''' -[[άδος]], θηλ. του [[σύνδρομος]]·, <i>αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες</i>, σε Ευρ.· συνδρομάδες [[Κυάνεαι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''συνδρομάς:''' -[[άδος]], θηλ. του [[σύνδρομος]]·, <i>αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες</i>, σε Ευρ.· συνδρομάδες [[Κυάνεαι]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδρομάς:''' άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι ( πέτραι ) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνδρομάς]], άδος, [fem. of [[σύνδρομος]]<br />αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. [[Κυάνεαι]] Theocr.
|mdlsjtxt=[[συνδρομάς]], άδος, [fem. of [[σύνδρομος]]<br />αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. [[Κυάνεαι]] Theocr.
}}
}}

Revision as of 22:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδρομάς Medium diacritics: συνδρομάς Low diacritics: συνδρομάς Capitals: ΣΥΝΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: syndromás Transliteration B: syndromas Transliteration C: syndromas Beta Code: sundroma/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ., = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f. c. σύνδρομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι ( πέτραι ) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).

Russian (Dvoretsky)

συνδρομάς: άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπος τ. θηλ. του επιθ. σύνδρομος («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπρ-άς)].

Greek Monotonic

συνδρομάς: -άδος, θηλ. του σύνδρομος·, αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες, σε Ευρ.· συνδρομάδες Κυάνεαι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.

Middle Liddell

συνδρομάς, άδος, [fem. of σύνδρομος
αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. Κυάνεαι Theocr.