τριξός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[τρισσός]].
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[τρισσός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριξός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[τρισσός]], εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ [[δισσός]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.
|elnltext=τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.
}}
{{elru
|elrutext='''τριξός:''' ион. = [[τρισσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τριξός:''' -ή, -όν, Ιων. αντί [[τρισσός]].
|lsmtext='''τριξός:''' -ή, -όν, Ιων. αντί [[τρισσός]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τριξός:''' ион. = [[τρισσός]].
|lstext='''τριξός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[τρισσός]], εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ [[δισσός]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.
}}
{{elnl
|elnltext=τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τριξός]], ή, όν [ionic for [[τρισσός]].]
|mdlsjtxt=[[τριξός]], ή, όν [ionic for [[τρισσός]].]
}}
}}

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριξός Medium diacritics: τριξός Low diacritics: τριξός Capitals: ΤΡΙΞΟΣ
Transliteration A: trixós Transliteration B: trixos Transliteration C: triksos Beta Code: trico/s

English (LSJ)

ή, όν, Ion. for τρισσός, Hdt.1.171, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. τρισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.

Russian (Dvoretsky)

τριξός: ион. = τρισσός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. τρισσός.

Greek Monotonic

τριξός: -ή, -όν, Ιων. αντί τρισσός.

Greek (Liddell-Scott)

τριξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τρισσός, εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ δισσός. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.

Middle Liddell

τριξός, ή, όν [ionic for τρισσός.]