Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρώξ Medium diacritics: διαρρώξ Low diacritics: διαρρώξ Capitals: ΔΙΑΡΡΩΞ
Transliteration A: diarrṓx Transliteration B: diarrōx Transliteration C: diarroks Beta Code: diarrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212. II as substantive, rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.
2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ)
déchiré ; escarpé.
Étymologie: διαρρήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.

Russian (Dvoretsky)

διαρρώξ: ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.

Greek Monolingual

διαρρώξ (-ῶγος), ο, η (Α)
1. (για βράχο) σχισμένος, σπασμένος από τα κύματα
2. ως ουσ. κομμάτι βράχου.

Greek Monotonic

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (διαρρήγνυμι), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

n διαρρήγνυμι
rent asunder, Eur.

English (Woodhouse)

broken, rent, split in two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)