αἰθρηγενής: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />fils de l'éther (Borée). <i>c.</i> [[αἰθρηγενέτης]]. | |btext=ής, ές :<br />fils de l'éther (Borée). <i>c.</i> [[αἰθρηγενέτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[αἰθρηγενής]] -ές [[αἴθρα]], [[γίγνομαι]] [[geboren in de heldere hemel]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰθρηγενής:''' Hom. = [[αἰθρηγενέτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰθρηγενής:''' -ές (γί-γνομαι), επίθ. του Βορέα, αυτός που γεννήθηκε στον αιθέρα, αυτός που αναδύθηκε από τον αιθέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και αἰθρη-[[γενέτης]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''αἰθρηγενής:''' -ές (γί-γνομαι), επίθ. του Βορέα, αυτός που γεννήθηκε στον αιθέρα, αυτός που αναδύθηκε από τον αιθέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και αἰθρη-[[γενέτης]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γίγνομαι]]<br />[[epithet]] of [[Boreas]], [[born]] in [[ether]], sprung from [[ether]], Il. | |mdlsjtxt=[[γίγνομαι]]<br />[[epithet]] of [[Boreas]], [[born]] in [[ether]], sprung from [[ether]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) born in clear sky, Βορέας Il.15.171. αἰθρηγενέτης, Od.5.296.
Spanish (DGE)
-ές
que produce días claros o se produce en ellos del Bóreas Il.15.171, 19.358, Αἴολον ὅς τ' ἀνέμοις αἰθρηγενέεσσιν ἀνάσσει a Eolo que gobierna sobre los vientos que traen los días despejados A.R.4.765.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fils de l'éther (Borée). c. αἰθρηγενέτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθρηγενής -ές αἴθρα, γίγνομαι geboren in de heldere hemel.
Russian (Dvoretsky)
αἰθρηγενής: Hom. = αἰθρηγενέτης.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθρηγενής: -ές, (γενέσθαι) ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἰλ. Ο. 171, ὁ γεννηθεὶς ἐν τῷ αἰθέρι, ἐκ τοῦ αἰθέρος ἀναφὺς (καὶ οὐχὶ ἐνερ. = ποιῶν εὔδιον καὶ ψυχρὸν οὐρανόν, ὡς νομίζει ὁ Spitzn. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· οὕτω καὶ τὸ αἰθρηγενέτης, Ὀδ. Ε. 296· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 867.
English (Autenrieth)
aetherborn, Boreas.
Greek Monotonic
αἰθρηγενής: -ές (γί-γνομαι), επίθ. του Βορέα, αυτός που γεννήθηκε στον αιθέρα, αυτός που αναδύθηκε από τον αιθέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και αἰθρη-γενέτης, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
γίγνομαι
epithet of Boreas, born in ether, sprung from ether, Il.