βαλανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des dattes.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit des dattes.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανηφόρος]] -ον [[βάλανος]], [[φέρω]] dadels dragend.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνηφόρος:''' [[приносящий финики]] (φοίνικες Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''βᾰλᾰνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνηφόρος:''' [[приносящий финики]] (φοίνικες Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] dates, Hdt.
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] dates, Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανηφόρος]] -ον [[βάλανος]], [[φέρω]] dadels dragend.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνηφόρος Medium diacritics: βαλανηφόρος Low diacritics: βαλανηφόρος Capitals: ΒΑΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: balanēphóros Transliteration B: balanēphoros Transliteration C: valaniforos Beta Code: balanhfo/ros

English (LSJ)

ον, bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.

Spanish (DGE)

-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.

German (Pape)

[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανηφόρος -ον βάλανος, φέρω dadels dragend.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνηφόρος: приносящий финики (φοίνικες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.

Greek Monolingual

βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φέρω
bearing dates, Hdt.