κάδ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>par apocope et assimilation poét. pour</i> [[κατά]] <i>devant un</i> δ : κὰδ [[δέ]], κὰδ δύναμιν. | |btext=<i>par apocope et assimilation poét. pour</i> [[κατά]] <i>devant un</i> δ : κὰδ [[δέ]], κὰδ δύναμιν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάδ ep. apoc. van κατά ( voor een δ). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάδ:''' эп.-дор. = [[κατά]] перед начальной δ следующего слова: [[κάδ]] δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. for κατά before δA, κὰδ δώματα Od.4.72; κ. δύναμιν Hes. Op.336; before δέ, Il.2.160, etc.; κ. δ' ἔβαλε by tmesis for κατέβαλε δέ, Od.4.344.
French (Bailly abrégé)
par apocope et assimilation poét. pour κατά devant un δ : κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδ ep. apoc. van κατά ( voor een δ).
Russian (Dvoretsky)
κάδ: эп.-дор. = κατά перед начальной δ следующего слова: κάδ δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности.
Greek (Liddell-Scott)
κάδ: Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάδ: Επικ. αντί κατά πριν από το δ, κὰδ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.· κὰδ δύναμιν, σε Ησίοδ.· κὰδ δ' ἔβαλε, με τμήση αντί κατέβαλε δέ, σε Ομήρ. Οδ.