κυματοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτοειδής:''' [[волнообразный]], [[налетающий волнами]] (ἄνεμοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κυματοειδής]])<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] κύματος, αυτός που μοιάζει με [[κύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυματοειδώς</i> (Α κυματοειδῶς)<br />με κυματοειδή τρόπο, σαν [[κύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κυματοειδής]])<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] κύματος, αυτός που μοιάζει με [[κύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυματοειδώς</i> (Α κυματοειδῶς)<br />με κυματοειδή τρόπο, σαν [[κύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτοειδής:''' [[волнообразный]], [[налетающий волнами]] (ἄνεμοι Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.
}}
}}

Revision as of 11:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοειδής Medium diacritics: κυματοειδής Low diacritics: κυματοειδής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kymatoeidḗs Transliteration B: kymatoeidēs Transliteration C: kymatoeidis Beta Code: kumatoeidh/s

English (LSJ)

ές, like waves: stormy, οἱ νότοι Arist.Pr.942a6. Adv. -δῶς Democr.126.

German (Pape)

[Seite 1530] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοειδής: волнообразный, налетающий волнами (ἄνεμοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος κύμασι, τρικυμιώδης, ἄνεμος Ἀριστ. Προβλ. 26. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κυματοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα
αρχ.
θυελλώδης, τρικυμιώδης.
επίρρ...
κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς)
με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ειδής].