κακιότερος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] compar. zu [[κακός]], von [[κακίων]] gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] compar. zu [[κακός]], von [[κακίων]] gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
}}
{{elnl
|elnltext=κακιότερος comp., zie κακός.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]].
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκῑότερος:''' Anth. compar. к [[κακός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακιότερος comp., zie κακός.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακιότερος Medium diacritics: κακιότερος Low diacritics: κακιότερος Capitals: ΚΑΚΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kakióteros Transliteration B: kakioteros Transliteration C: kakioteros Beta Code: kakio/teros

English (LSJ)

v. κακός.

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιότερος comp., zie κακός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].