περίρροος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
|btext=οος, οον;<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''περίρροος:''' стяж. [[περίρρους]] 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ουν, = [[περίρρυτος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περίρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], -ουν, = [[περίρρυτος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίρροος:''' стяж. [[περίρρους]] 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).
}}
{{elnl
|elnltext=περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίρροος Medium diacritics: περίρροος Low diacritics: περίρροος Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: perírroos Transliteration B: perirroos Transliteration C: perirroos Beta Code: peri/rroos

English (LSJ)

ον, contr. περίρρους, ουν, A = περίρρυτος, Hdt.1.174. 2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24. II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1. 2 = περιρροια ΙΙ, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i/, Coac.629.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.

Russian (Dvoretsky)

περίρροος: стяж. περίρρους 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.

Greek Monotonic

περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.