Κίσσιος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κίσσιος]], η, ον<br />of or from Cissia in [[southern]] [[Persia]], Hdt.; Κισσία [[ἰηλεμίστρια]] a Cissian [[mourner]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[Κίσσιος]], η, ον<br />of or from Cissia in [[southern]] [[Persia]], Hdt.; Κισσία [[ἰηλεμίστρια]] a Cissian [[mourner]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: II ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.