Κλειώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Clio, <i>muse de l'histoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Clio, <i>muse de l'histoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Κλειώ:''' дор. [[Κλεώ]], οῦς ἡ Клио или Клео (муза-вестница Hes., позднее - муза эпоса и истории; изображалась со свитком в руке) Pind. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κλειώ:''' -οῦς, ἡ, η [[Κλειώ]], μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το [[κλέω]], [[κλείω]], [[γιορτάζω]]).
|lsmtext='''Κλειώ:''' -οῦς, ἡ, η [[Κλειώ]], μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το [[κλέω]], [[κλείω]], [[γιορτάζω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''Κλειώ:''' дор. [[Κλεώ]], οῦς ἡ Клио или Клео (муза-вестница Hes., позднее - муза эпоса и истории; изображалась со свитком в руке) Pind. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[Clio]], one of the Muses, Hes. etc.; esp. the [[Muse]] of epic Poetry and History. [From [[κλέω]], [[κλείω]], to [[celebrate]].]
|mdlsjtxt=<br />[[Clio]], one of the Muses, Hes. etc.; esp. the [[Muse]] of epic Poetry and History. [From [[κλέω]], [[κλείω]], to [[celebrate]].]
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κλειώ Medium diacritics: Κλειώ Low diacritics: Κλειώ Capitals: ΚΛΕΙΩ
Transliteration A: Kleiṓ Transliteration B: Kleiō Transliteration C: Kleio Beta Code: *kleiw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, Clio, one of the Muses, Hes.Th.77, Pi.N.3.83 (Κλεοῦς metri gr. codd. recc.), etc. (κλέω (A), κλείω (B).)

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Clio, muse de l'histoire.
Étymologie: κλέος.

Russian (Dvoretsky)

Κλειώ: дор. Κλεώ, οῦς ἡ Клио или Клео (муза-вестница Hes., позднее - муза эпоса и истории; изображалась со свитком в руке) Pind. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κλειώ: -οῦς, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, Ἡσιόδ. Θ. 77, Πινδ. Ν. 3. 145 (ὅστις καλεῖ αὐτὴν Κλέω)· ― παρὰ μεταγεν. κυρίως ἡ μοῦσα τῆς Ἐπικῆς ποιήσεως καὶ ἱστορίας. (Ἐκ. τοῦ κλέω (Β), κλείω, κλεΐζω, δοξάζω.)

Greek Monolingual

η (Α Κλειώ, και στον Πίνδ. Κλεώ)
(στον Ησίοδ., Πίνδ. κ.α.) μία από τις Μούσες
στους μτγν. κυρίως η Μούσα της επικής ποιήσεως και ιστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κλείω (ΙΙ) «εγκωμιάζω, λαμπρύνω»].

Greek Monotonic

Κλειώ: -οῦς, ἡ, η Κλειώ, μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το κλέω, κλείω, γιορτάζω).

Middle Liddell


Clio, one of the Muses, Hes. etc.; esp. the Muse of epic Poetry and History. [From κλέω, κλείω, to celebrate.]