βλακώδης: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />mou, indolent, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[βλάξ]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />mou, indolent, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[βλάξ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλᾱκώδης:''' Xen. = [[βλακικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλᾱκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν. | |lsmtext='''βλᾱκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[From [[βλάξ]] [[εἶδος]]<br />[[lazy]]-like, [[lazy]], Xen. | |mdlsjtxt=[From [[βλάξ]] [[εἶδος]]<br />[[lazy]]-like, [[lazy]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, lazy, X. Eq.9.1 (Comp.); βλακῶδες βαίνειν καὶ θρύπτεσθαι walk mincingly, of a coxcomb, Hld.4.7. Adv. βλακωδῶς = indolently, stolidly, Poll.3.123: Comp. βλακωδέστερον ibid.
Spanish (DGE)
-ες
I 1lerdo de caballos θυμοειδέστερος ἵππος ... ἢ βλακωδέστερος X.Eq.9.1.
2 de pers. flojo, indolente Heph.Astr.2.15.5
•neutr. como adv. fatuamente = βλακῶδες βαίνειν de un mequetrefe, Hld.4.7.2, cf. Poll.3.123
•memo glos. a βλεκέμυξος Hsch.
II adv. βλακωδῶς = flojamente Poll.3.123
•fatuamente Iust.Phil.Ep.Zen. et Ser.M.6.1193C.
German (Pape)
[Seite 447] ες, einem βλάξ ähnlich, träge, Xen. Equ. 9, 1, vom Pferde, βλακωδέστερος, dem θυμοειδέστερος entggstzt, u. Sp.; βλακῶδες βαίνειν neben θρύπτεσθαι Hel.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
mou, indolent, lâche.
Étymologie: βλάξ, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκώδης: Xen. = βλακικός.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, νωθρός, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. βλακωδῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. βλακωδέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.
Greek Monolingual
-ες (AM βλακώδης, -ες)
αυτός που ταιριάζει σε βλάκα.
Greek Monotonic
βλᾱκώδης: -ες (εἶδος), αυτός που ομοιάζει στον νωθρό, τον οκνηρό, σε Ξεν.