δίμετρος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίμετρος:''' ὁ стих. диметр, двухчастный размер. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η και -ος, -ο (AM [[δίμετρος]], -ον)<br /><b>(μετρ.)</b><br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο [[μέτρα]] ή πόδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[στίχος]] [[δίμετρος]] («ιαμβικό δίμετρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που εκτείνεται σε δύο [[μέτρα]] («[[δίμετρος]] [[παύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρον</i><br />δύο [[μέτρα]]. | |mltxt=-η και -ος, -ο (AM [[δίμετρος]], -ον)<br /><b>(μετρ.)</b><br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο [[μέτρα]] ή πόδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[στίχος]] [[δίμετρος]] («ιαμβικό δίμετρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που εκτείνεται σε δύο [[μέτρα]] («[[δίμετρος]] [[παύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρον</i><br />δύο [[μέτρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of a verse, A having two metres, Heph.5.3, etc. II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.
German (Pape)
[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
δίμετρος: ὁ стих. диметр, двухчастный размер.
Greek (Liddell-Scott)
δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.
Greek Monolingual
-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτρα («δίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.