δικτυουλκός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pêcheur au filet.<br />'''Étymologie:''' [[δίκτυον]], [[ἕλκω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pêcheur au filet.<br />'''Étymologie:''' [[δίκτυον]], [[ἕλκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δικτυουλκός:''' ὁ [[тянущий невод]], [[рыбак]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δικτυουλκός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει τα δίχτυα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Δικτυουλκοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]] ([[πρβλ]]. [[ιχθυουλκός]])].
|mltxt=[[δικτυουλκός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει τα δίχτυα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Δικτυουλκοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]] ([[πρβλ]]. [[ιχθυουλκός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''δικτυουλκός:''' ὁ [[тянущий невод]], [[рыбак]] Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠουλκός Medium diacritics: δικτυουλκός Low diacritics: δικτυουλκός Capitals: ΔΙΚΤΥΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: diktyoulkós Transliteration B: diktyoulkos Transliteration C: diktyoulkos Beta Code: diktuoulko/s

English (LSJ)

όν, A drawing nets, Poll.7.137. II Subst., fisher, Iamb.VP8.36: Δικτυουλκοί, οἱ, title of play by A.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que tira de la red, pescador con red Porph.VP 25, Iambl.VP 36, Poll.7.137
οἱ Δικτυουλκοί Los que tiran de la red tít. de un drama satírico de Esquilo, Ael.NA 7.47, Poll.7.35, Hsch.θ 1024. • DMic.: de-ku-tu-wo-ḳọ (??).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον, ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

δικτυουλκός:тянущий невод, рыбак Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυουλκός: -όν, ὁ σύρων δίκτυα, Πολυδ. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.

Greek Monolingual

δικτυουλκός, -όν (Α)
1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)].