δυσέφικτος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à atteindre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐφικνέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à atteindre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐφικνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέφικτος:''' [[трудно достижимый]], [[малодоступный]] ([[στέφανος]] Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέφικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα τον φθάνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]].
|mltxt=[[δυσέφικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα τον φθάνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέφικτος:''' [[трудно достижимый]], [[малодоступный]] ([[στέφανος]] Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέφικτος Medium diacritics: δυσέφικτος Low diacritics: δυσέφικτος Capitals: ΔΥΣΕΦΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dyséphiktos Transliteration B: dysephiktos Transliteration C: dysefiktos Beta Code: duse/fiktos

English (LSJ)

ον, hard to come at, Plb.31.25.3, Plu.2.65e, Phld.Rh.2.119 S.; ἀνθρώπῳ Ecphant. ap. Stob.4.7.64; hard to understand, Vett.Val.272.8, al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de conseguir, difícil de alcanzar στέφανος Plb.31.25.3, ἡ τῶν πεπραγμένων ἀνάληψις D.S.1.3, cf. 4.1, 8, Phld.Rh.1.295, 2.119, δυσέφικτα φρονήσεως πέρατα Ph.1.457, ὧν ὁ ἔπαινος δ. ... λόγῳ cuya alabanza es difícil de plasmar en palabras, IPE 12.42.8 (II/III d.C.), ἡ ἐγχείρησις Ast.Am.Hom.8.1.3, ἀρετή Chrys.M.62.240
de éxito difícil ἡ ἐπὶ τούτους στρατεία D.S.4.17, ἆθλος D.S.4.40
de lugares inaccesible c. dat. τὸ μὲν ὕψος τῶν πύργων δ. ... βέλει I.BI 3.287, cf. 4.75, τῶν ... τόπων τὰ ὑψηλὰ ... δυσέφικτα ... τοῖς ἐπιβουλεύουσι Plu.2.65e.
2 fig. difícil de comprender, difícil de entender χρῆμα ... δ. ἀνθρώπῳ de la naturaleza divina del poder, Ecphant.80.14, de la distribución de los climas, Vett.Val.332.19, cf. 329.28, τὸ δὲ ὑπὲρ ὑμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον y lo que nos supera, cuanto más difícil de comprender, tanto más maravilloso Gr.Naz.M.35.904A, cf. Cyr.Al.M.68.456C
c. inf. difícil de τὴν ἄλλην πομπὴν λέγειν ἐστὶ δ. Plb.30.25.12, δ. ἐγίνετο διαγνῶναι πότερον ... A.D.Synt.148.7
neutr. subst. τὸ δυσέφικτον = la dificultad de comprender Phot.Bibl.188a27.
II adv. δυσεφίκτως = de manera difícil de comprender ἡμῖν δ. ἔφρασε Didym.Trin.1.18.24.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu erreichen; στέφανος Pol. gg, 11; D. Sic. 4, 8; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à atteindre.
Étymologie: δυσ-, ἐφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσέφικτος: трудно достижимый, малодоступный (στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέφικτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ φθάσῃ τις, Πολύβ. 32. 11, 3 καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

δυσέφικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα τον φθάνει κανείς
2. δυσνόητος.