δορίκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] speerklingend; [[ἀλαλά]] Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] speerklingend; [[ἀλαλά]] Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίκτῠπος:''' [[бряцающий копьями]] ([[Τροία]], Αἰακίδαι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.
|mltxt=[[δορίκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίκτῠπος:''' [[бряцающий копьями]] ([[Τροία]], Αἰακίδαι Pind.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκτῠπος Medium diacritics: δορίκτυπος Low diacritics: δορίκτυπος Capitals: ΔΟΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: doríktypos Transliteration B: doriktypos Transliteration C: doriktypos Beta Code: dori/ktupos

English (LSJ)

ον, spear-clashing, Pi.N.3.60.

Spanish (DGE)

(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.

German (Pape)

[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.

Russian (Dvoretsky)

δορίκτῠπος: бряцающий копьями (Τροία, Αἰακίδαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.

English (Slater)

δορίκτῠπος, -ον of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)

Greek Monolingual

δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.