δυσφάνταστος: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι. | |btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσφάνταστος:''' [[обладающий слабым воображением]] ([[δύναμις]], sc. ψυχῆς Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσφάνταστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια [[φαντασία]]. | |mltxt=[[δυσφάνταστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια [[φαντασία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to imagine, Plu.2.432c.
Spanish (DGE)
-ον
1 incapaz de ofrecer imágenes, δύναμις ... ἀμυδρὰ δὲ καὶ δ. facultad (que poseen las almas) oscura e incapaz de ofrecer imágenes ref. la memoria, Plu.2.432c, ἡ ψυχή Phlp.in de An.155.31.
2 difícil de imaginar αὐτὰ καθ' αὐτὰ τὰ οὐσιώδη εἴδη Phlp.in Ph.225.10.
German (Pape)
[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσφάνταστος: обладающий слабым воображением (δύναμις, sc. ψυχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.
Greek Monolingual
δυσφάνταστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.