δυσφάνταστος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφάνταστος:''' [[обладающий слабым воображением]] ([[δύναμις]], sc. ψυχῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσφάνταστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια [[φαντασία]].
|mltxt=[[δυσφάνταστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια [[φαντασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφάνταστος:''' [[обладающий слабым воображением]] ([[δύναμις]], sc. ψυχῆς Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφάνταστος Medium diacritics: δυσφάνταστος Low diacritics: δυσφάνταστος Capitals: ΔΥΣΦΑΝΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysphántastos Transliteration B: dysphantastos Transliteration C: dysfantastos Beta Code: dusfa/ntastos

English (LSJ)

ον, hard to imagine, Plu.2.432c.

Spanish (DGE)

-ον
1 incapaz de ofrecer imágenes, δύναμις ... ἀμυδρὰ δὲ καὶ δ. facultad (que poseen las almas) oscura e incapaz de ofrecer imágenes ref. la memoria, Plu.2.432c, ἡ ψυχή Phlp.in de An.155.31.
2 difícil de imaginar αὐτὰ καθ' αὐτὰ τὰ οὐσιώδη εἴδη Phlp.in Ph.225.10.

German (Pape)

[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσφάνταστος: обладающий слабым воображением (δύναμις, sc. ψυχῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.

Greek Monolingual

δυσφάνταστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.