εὐκινησία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1074.png Seite 1074]] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1074.png Seite 1074]] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκῑνησία:''' ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκινησία]]) [[ευκίνητος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ευκινήτου, η [[ευκολία]] στην [[κίνηση]] («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευστροφία]] της διάνοιας, της σκέψης.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκινησία]]) [[ευκίνητος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ευκινήτου, η [[ευκολία]] στην [[κίνηση]] («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευστροφία]] της διάνοιας, της σκέψης.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκῑνησία:''' ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκῑνησία Medium diacritics: εὐκινησία Low diacritics: ευκινησία Capitals: ΕΥΚΙΝΗΣΙΑ
Transliteration A: eukinēsía Transliteration B: eukinēsia Transliteration C: efkinisia Beta Code: eu)kinhsi/a

English (LSJ)

ἡ, A ease of motion, mobility, Antyll. ap. Stob.4.37.16; μελῶν Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; τροχιλιῶν Orib.49.4.34; πυρός Simp.in Cael.662.20; βάσεως Artemo 12; mobility of troops, Plb.8.26.3, D.S.3.49 (pl.): generally, Dam.Pr.287. 2 mobility of mind, τῆς ψυχῆς αἱ εὐ. Epicur.Ep.1p.20U., cf. Phld.Ir.p.72 W., Ath.Mech. 32.1.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐκῑνησία: ἡ (чрезвычайная) подвижность Polyb., Diog. L., pl. Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκῑνησία: ἡ, εὐκολία κινήσεως, εὐκινησία, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως εὐκινησία τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος
1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)
2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.