εὐπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπροφάσιστος:''' [[легко доказуемый]], [[благовидный]] (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπροφάσιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[καλή]] [[πρόφαση]], πειστικό [[πρόσχημα]], [[εύσχημος]] φαινομενικά, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐπροφάσιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[καλή]] [[πρόφαση]], πειστικό [[πρόσχημα]], [[εύσχημος]] φαινομενικά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπροφάσιστος:''' [[легко доказуемый]], [[благовидный]] (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-προφάσιστος, ον<br />with [[good]] [[pretext]], [[plausible]], Thuc.
|mdlsjtxt=εὐ-προφάσιστος, ον<br />with [[good]] [[pretext]], [[plausible]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροφάσιστος Medium diacritics: εὐπροφάσιστος Low diacritics: ευπροφάσιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprophásistos Transliteration B: euprophasistos Transliteration C: efprofasistos Beta Code: eu)profa/sistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A with good pretext, plausible, αἰτία Th.6.105; ἀφορμαί Ptol.Tetr.2; -ιστον (sc. ἐστί) c. inf., App.BC3.76; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν Ph.2.496. Adv. -τως Ptol.Tetr.6, Vett.Val.286.14. 2 easily admitting of pretexts, App.Pun.64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous un prétexte spécieux.
Étymologie: εὖ, προφασίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροφάσιστος: легко доказуемый, благовидный (εὐπροφάσιστον αἰτίαν τινὸς ποιῆσαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροφάσιστος: -ον, εὐάρμοστος, εὔλογος κατὰ τὸ φαινόμενον, αἰτία Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.

Greek Monolingual

εὐπροφάσιστος, -ον (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής
2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — είναι εύλογο
3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις.
επίρρ...
εὐπροφασίστως (ΑΜ)
με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ-φασίζομαι (πρβλ. α-προ-φάσιστος)].

Greek Monotonic

εὐπροφάσιστος: -ον, αυτός που έχει καλή πρόφαση, πειστικό πρόσχημα, εύσχημος φαινομενικά, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὐ-προφάσιστος, ον
with good pretext, plausible, Thuc.