ζευκτός: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | |btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζευκτός:''' [adj. verb. к [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[запряженный]] (ὀχήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[соединенный]] (κάλαμοι Plat.): [[στίχος]] ἡρῴῳ ζ. [[ποδί]] Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ζευτός, -ή, -ό (Α [[ζευκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζευκτό</i>(<i>ν</i>) και <i>ζευτό</i><br />(στις οικοδομές) ο [[τριγωνικός]] [[σκελετός]] της στέγης που αποτελείται από [[συναρμογή]] ξύλων ή από [[μέταλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />ο [[ζυγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνδεδεμένος [[κατά]] ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. για το πεντάμετρο: «[[στίχος]] ζευκτῷ ποδί», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ [[ζευκτός]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />η συρόμενη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>yukta</i>-]. | |mltxt=και ζευτός, -ή, -ό (Α [[ζευκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζευκτό</i>(<i>ν</i>) και <i>ζευτό</i><br />(στις οικοδομές) ο [[τριγωνικός]] [[σκελετός]] της στέγης που αποτελείται από [[συναρμογή]] ξύλων ή από [[μέταλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />ο [[ζυγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνδεδεμένος [[κατά]] ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. για το πεντάμετρο: «[[στίχος]] ζευκτῷ ποδί», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ [[ζευκτός]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />η συρόμενη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>yukta</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ζεύγνυμι) A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.). 2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8. II ζευκτόν, τό,= ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ζευκτός: [adj. verb. к ζεύγνυμι
1) запряженный (ὀχήματα Plut.);
2) соединенный (κάλαμοι Plat.): στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр.
Greek (Liddell-Scott)
ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.
Greek Monolingual
και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].