θεράπαινα: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />servante, femme esclave.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[θεράπων]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />servante, femme esclave.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[θεράπων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεράπαινα:''' (ρᾰ) ἡ служанка, прислужница Her., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεράπαινα:''' ἡ, θηλ. της λέξης [[θεράπων]], [[υπηρέτρια]], πιστή [[δούλα]], [[ακόλουθος]], σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ. | |lsmtext='''θεράπαινα:''' ἡ, θηλ. της λέξης [[θεράπων]], [[υπηρέτρια]], πιστή [[δούλα]], [[ακόλουθος]], σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ, fem. of θεράπων, handmaid or female slave, Hdt.3.134, Pherecyd.Syr.2, And.1.64, X.Cyr.6.4.11, Men.141, etc.
German (Pape)
[Seite 1199] ἡ, Dienerinn, Magd, Andoc. 1, 64 Xen. Cyr. 6, 4, 11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servante, femme esclave.
Étymologie: fém. de θεράπων.
Russian (Dvoretsky)
θεράπαινα: (ρᾰ) ἡ служанка, прислужница Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπαινα: ἡ, θηλ. τοῦ θεράπων, ὑπηρέτρια, Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.
Greek Monolingual
η (Α θεράπαινα)
(θηλ. του θεράπων) υπηρέτρια («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεράπων.
Greek Monotonic
θεράπαινα: ἡ, θηλ. της λέξης θεράπων, υπηρέτρια, πιστή δούλα, ακόλουθος, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.
Middle Liddell
θεράπαινα, ἡ,
fem. of θεράπων, a waiting maid, handmaid, Hdt., Xen., etc.