κισηροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>mieux que</i> [[κισσηροειδής]];<br />qui ressemble à la pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' [[κίσηρις]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>mieux que</i> [[κισσηροειδής]];<br />qui ressemble à la pierre ponce.<br />'''Étymologie:''' [[κίσηρις]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῐσηροειδής:''' и [[κισσηροειδής]], Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κισηροειδής]], -ές (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[κίσηρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κισηροειδῶς</i> (Α)<br />όπως η [[κίσηρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσηρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=[[κισηροειδής]], -ές (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[κίσηρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κισηροειδῶς</i> (Α)<br />όπως η [[κίσηρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσηρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κῐσηροειδής:''' и [[κισσηροειδής]], Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐσηροειδής Medium diacritics: κισηροειδής Low diacritics: κισηροειδής Capitals: ΚΙΣΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kisēroeidḗs Transliteration B: kisēroeidēs Transliteration C: kisiroeidis Beta Code: kishroeidh/s

English (LSJ)

ές, like pumice-stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr.HP3.7.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

κῐσηροειδής: и κισσηροειδής, Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.

Greek Monolingual

κισηροειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με κίσηρη.
επίρρ...
κισηροειδῶς (Α)
όπως η κίσηρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + -ειδής (< εἶδος)].