κατεγνυπωμένως: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(7) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kategnypomenos | |Transliteration C=kategnypomenos | ||
|Beta Code=kategnupwme/nws | |Beta Code=kategnupwme/nws | ||
|Definition=Adv., <span | |Definition=Adv., v. [[καταγνυπόομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] feig, Menand. bei Phot. Vgl. [[καταγνυπόω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεγνυπωμένως:''' adv. трусливо, малодушно Men. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατεγνῡπωμένως''': Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατεγνυπωμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οκνηρά, με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγνυπωμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου <i>κατα</i>-<i>γνυ</i>-<i>πῶ</i> / -<i>όω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνυπῶ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>γνυ</i>-, συγγενές του [[γόνυ]], με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου <i>γνυπτεῖν</i><br /><i>ἀσθενεῖν</i>, <i>μαλακίζεσθαι</i> και <i>γνύπετοι</i><br /><i>ἐκτεταμένοι</i>, <i>δειλοί</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:43, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv., v. καταγνυπόομαι.
German (Pape)
[Seite 1393] feig, Menand. bei Phot. Vgl. καταγνυπόω.
Russian (Dvoretsky)
κατεγνυπωμένως: adv. трусливо, малодушно Men.
Greek (Liddell-Scott)
κατεγνῡπωμένως: Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως.
Greek Monolingual
κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)- + -γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές του γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].