κήρινθος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. [[ἐριθάκη]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. [[ἐριθάκη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κήρινθος:''' ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος]. | |mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A bee-bread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch. II kind of ulcer, Id.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.
Russian (Dvoretsky)
κήρινθος: ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].