κατακοιμιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κατακοιμίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κατακοιμίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακοιμιστής:''' οῦ ὁ слуга, служитель (преимущ. при дворах азиатских царей) Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακοιμιστής]], ὁ (Α) [[κατακοιμίζω]]<br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.
|mltxt=[[κατακοιμιστής]], ὁ (Α) [[κατακοιμίζω]]<br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακοιμιστής:''' οῦ ὁ слуга, служитель (преимущ. при дворах азиатских царей) Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακοιμιστής Medium diacritics: κατακοιμιστής Low diacritics: κατακοιμιστής Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: katakoimistḗs Transliteration B: katakoimistēs Transliteration C: katakoimistis Beta Code: katakoimisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who puts to bed, chamberlain, D.S.11.69, Ph.2.571, Plu.2.173e, Jul. ad Ath.272d, prob. in Ephor.191.131J.

German (Pape)

[Seite 1354] ὁ, der in Schlaf Bringende, der Kammerdiener, D. Sic. 11, 69, wie bei Plut. reg, apophth. p. 85 am Hofe der asiatischen Könige.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
valet de chambre.
Étymologie: κατακοιμίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατακοιμιστής: οῦ ὁ слуга, служитель (преимущ. при дворах азиатских царей) Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατακοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὅστις βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, θαλαμηπόλος, τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. κοιτωνίτης.

Greek Monolingual

κατακοιμιστής, ὁ (Α) κατακοιμίζω
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.