καταδάνειος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] verschuldet, [[οὐσία]] D. Sic. 17, 109. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] verschuldet, [[οὐσία]] D. Sic. 17, 109. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδάνειος:''' (δᾰ) обремененный долгами ([[οὐσία]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταδάνειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επιβαρυνθεί με [[πολλά]] δάνεια («[[καταδάνειος]] [[οὐσία]]», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=[[καταδάνειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επιβαρυνθεί με [[πολλά]] δάνεια («[[καταδάνειος]] [[οὐσία]]», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
[δᾰ], ον, burdened with mortgages, D.S.17.109.
German (Pape)
[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.
Russian (Dvoretsky)
καταδάνειος: (δᾰ) обремененный долгами (οὐσία Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.
Greek Monolingual
καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).