λιγυπνείων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />au souffle harmonieux <i>ou</i> strident.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[πνέω]].
|btext=οντος (ὁ) :<br />au souffle harmonieux <i>ou</i> strident.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[πνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λῐγυπνείων:''' -οντος ([[πνέω]]), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐγυ-πνείων, οντος, [[πνέω]]<br />[[shrill]]-blowing, whistling, Od.
|mdlsjtxt=λῐγυ-πνείων, οντος, [[πνέω]]<br />[[shrill]]-blowing, whistling, Od.
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.

English (Autenrieth)

οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.

Greek Monotonic

λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

λῐγυ-πνείων, οντος, πνέω
shrill-blowing, whistling, Od.