λούστης: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à se laver <i>ou</i> à se baigner.<br />'''Étymologie:''' [[λούω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à se laver <i>ou</i> à se baigner.<br />'''Étymologie:''' [[λούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λούστης:''' ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λούστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πτηνό]] που συνηθίζει να πλένεται [[συχνά]]<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] δημόσιων [[λουτρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λουσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>λούσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λούω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=[[λούστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πτηνό]] που συνηθίζει να πλένεται [[συχνά]]<br /><b>2.</b> [[υπάλληλος]] δημόσιων [[λουτρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λουσ</i>- ([[πρβλ]]. <i>λούσ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[λούω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''λούστης:''' ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λούστης Medium diacritics: λούστης Low diacritics: λούστης Capitals: ΛΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: loústēs Transliteration B: loustēs Transliteration C: loystis Beta Code: lou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.

Russian (Dvoretsky)

λούστης: ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].