λούστης
From LSJ
English (LSJ)
λούστου, ὁ, one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.
German (Pape)
ὁ, der sich gern badet, Arist. H.A. 9.49, B; M.Anton. 1.16.
Russian (Dvoretsky)
λούστης: ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
Greek Monolingual
λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].