μίσημα: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ.
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑ́σημα Medium diacritics: μίσημα Low diacritics: μίσημα Capitals: ΜΙΣΗΜΑ
Transliteration A: mísēma Transliteration B: misēma Transliteration C: misima Beta Code: mi/shma

English (LSJ)

ατος, τό, object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.

Russian (Dvoretsky)

μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.

Greek Monolingual

μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.

Middle Liddell

μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.

English (Woodhouse)

object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)