μαθητός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μανθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰθητός:''' [[доступный усвоению или изучению]], [[которому можно научить]] (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰθητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''μᾰθητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰθητός:''' [[доступный усвоению или изучению]], [[которому можно научить]] (τὰ ἀνθρώποις [[οὔτε]] μαθητὰ [[οὔτε]] προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητός Medium diacritics: μαθητός Low diacritics: μαθητός Capitals: ΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: mathētós Transliteration B: mathētos Transliteration C: mathitos Beta Code: maqhto/s

English (LSJ)

ή, όν, learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt.319c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.

Greek Monolingual

μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.

Greek Monotonic

μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)