μετοπωρινός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'automne.<br />'''Étymologie:''' [[μετόπωρον]].
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'automne.<br />'''Étymologie:''' [[μετόπωρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετοπωρῐνός:''' [[осенний]] ([[χρόνος]] Xen.; νύκτες Thuc.; [[μέλι]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]).
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]).
}}
{{elru
|elrutext='''μετοπωρῐνός:''' [[осенний]] ([[χρόνος]] Xen.; νύκτες Thuc.; [[μέλι]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετοπωρῐνός, ή, όν<br />[[autumnal]], Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. [[ὀπωρινός]].] [from [[μετόπωρον]]
|mdlsjtxt=μετοπωρῐνός, ή, όν<br />[[autumnal]], Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. [[ὀπωρινός]].] [from [[μετόπωρον]]
}}
}}

Revision as of 14:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοπωρῐνός Medium diacritics: μετοπωρινός Low diacritics: μετοπωρινός Capitals: ΜΕΤΟΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: metopōrinós Transliteration B: metopōrinos Transliteration C: metoporinos Beta Code: metopwrino/s

English (LSJ)

ή, όν (later μεθοπωρινός (q.v.)), autumnal, νύκτες Th.7.87; ὁ μ. χρόνος X.Oec.17.2; ἄμεινον τὸ μ. μέλι Arist.HA 553b27; μ. ἰσημερία Id.Mete.364b2, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί Adam. Vent.41: neut.as adverb, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 162] im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la fin de l'automne.
Étymologie: μετόπωρον.

Russian (Dvoretsky)

μετοπωρῐνός: осенний (χρόνος Xen.; νύκτες Thuc.; μέλι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, νύκτες Θουκ. 7. 87· ὁ μ. χρόνος Ξεν. Οἰκ. 17, 12· ἄμεινον τὸ μ. μέλι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4· μετοπωρινὸς κύκλος = ἰσημερινὸς κύκλος Φίλων Ι, 492, 42· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μετοπωρινὸν ὀμβρεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413 [Πρβλ. ὀπωρινός].

Greek Monolingual

μετοπωρινός, -ή, -όν (ΑΜ) μετόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν
κατά την περίοδο του φθινοπώρου.

Greek Monotonic

μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. ὀπωρινός).

Middle Liddell

μετοπωρῐνός, ή, όν
autumnal, Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. ὀπωρινός.] [from μετόπωρον