μονορύχης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ὁ, ein Grabewerkzeug mit [[einer]] Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ὁ, ein Grabewerkzeug mit [[einer]] Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονορύχης:''' дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый ([[ὄρυξ]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ. | |lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μον-ορῠ́χης, ου, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />digging with one [[point]], Anth. | |mdlsjtxt=μον-ορῠ́χης, ου, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />digging with one [[point]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.
Russian (Dvoretsky)
μονορύχης: дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый (ὄρυξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.
Greek Monolingual
μονορύχης και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)
(για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ορύχης (< ορύσσω)].
Greek Monotonic
μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει με τη μία μόνο άκρη της δικέλλας, σε Ανθ.