μυριετής: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'un nombre infini d'années.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br />d'un nombre infini d'années.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριετής:''' длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий ([[χρόνος]] Aesch.; [[βίος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριετής:''' -ές ([[ἔτος]]), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῡριετής:''' -ές ([[ἔτος]]), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριετής:''' длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий ([[χρόνος]] Aesch.; [[βίος]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡρι-ετής, ές [[ἔτος]]<br />of 10, 000 years: of [[countless]] years, Aesch.
|mdlsjtxt=μῡρι-ετής, ές [[ἔτος]]<br />of 10, 000 years: of [[countless]] years, Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐετής Medium diacritics: μυριετής Low diacritics: μυριετής Capitals: ΜΥΡΙΕΤΗΣ
Transliteration A: myrietḗs Transliteration B: myrietēs Transliteration C: myrietis Beta Code: murieth/s

English (LSJ)

ές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.Pr.94 (anap.), Pl.Epin.987a; βίος Arist.GA745a33; of a man, AP9.242 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unendlich vielen Jahren, unendlich lang; χρόνος, Aesch. Prom. 94; Antiphil. 41 (IX, 242); Diosc. 6 (XII, 171); auch Plat. Epin. 987 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un nombre infini d'années.
Étymologie: μυρίοι, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριετής: длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Aesch.; βίος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριετής: -ές, ὁ μυρίων ἐτῶν, μακρότατος, χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 94, Πλάτ. Ἐπιν. 987Α· βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 6, 52. ἐπὶ ἀνδρός, μακρόβιος, Ἀνθ. Π. 9. 242.

Greek Monolingual

μυριετής, -ές (Α)
1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῑ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι-ετής].

Greek Monotonic

μῡριετής: -ές (ἔτος), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῡρι-ετής, ές ἔτος
of 10, 000 years: of countless years, Aesch.