νάσσα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ναίω]]¹. | |btext=v. [[ναίω]]¹. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νάσσα:''' (= [[ἔνασσα]]) aor. к [[ναίω]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νάσσα:''' Επικ. αντί [[ἔνασσα]], αόρ. αʹ του [[ναίω]]<br /><b class="num">Α.</b> II. <i>-νάσσατο</i>, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ. | |lsmtext='''νάσσα:''' Επικ. αντί [[ἔνασσα]], αόρ. αʹ του [[ναίω]]<br /><b class="num">Α.</b> II. <i>-νάσσατο</i>, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
v. ναίω¹.
Russian (Dvoretsky)
νάσσα: (= ἔνασσα) aor. к ναίω I.
Greek (Liddell-Scott)
νάσσα: νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. ναίω.
English (Autenrieth)
see ναίω.
Greek Monolingual
(I)
η
ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa < νεολατ. nassa < λατ. nassa «αλιευτικό καλάθι»].
(II)
νᾱσσα, ἡ (Α)
(βοιωτ. τ.) βλ. νῆττα.
Greek Monotonic
νάσσα: Επικ. αντί ἔνασσα, αόρ. αʹ του ναίω
Α. II. -νάσσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.