νεοσσίς: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite poule, poulette.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite poule, poulette.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσσίς:''' атт. [[νεοττίς]], ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοσσίς:''' Αττ. [[νεοττίς]], -[[ίδος]], μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για [[κορίτσι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''νεοσσίς:''' Αττ. [[νεοττίς]], -[[ίδος]], μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για [[κορίτσι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσσίς:''' атт. [[νεοττίς]], ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεοσσίς]], αττιξ [[νεοττίς]], ίδος, ἡ, = [[νεόσσιον]], of a [[girl]], Anth.]
|mdlsjtxt=[[νεοσσίς]], αττιξ [[νεοττίς]], ίδος, ἡ, = [[νεόσσιον]], of a [[girl]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίς Medium diacritics: νεοσσίς Low diacritics: νεοσσίς Capitals: ΝΕΟΣΣΙΣ
Transliteration A: neossís Transliteration B: neossis Transliteration C: neossis Beta Code: neossi/s

English (LSJ)

Att. νεοττίς, later νοσσίς, ίδος, ἡ, = νεοσσίον (nestling, chick, yolk) 1, Arist. HA 559b23 ; Παφίης νοσσίς, of a girl, AP 9.567 (Antip.) ; freq. as pr. n. in Com. νοσσίδες, αἱ, name of a kind of shoe, Herod. 7.57.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite poule, poulette.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσίς: атт. νεοττίς, ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσίς: Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19· Παφίης νοσσὶς (ἴδε νεοσσός), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.

Greek Monolingual

νεοσσίς και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α)
1. μικρό θηλυκό πουλί
2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες
είδος υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα -ις (πρβλ. νεωρ-ίς)].

Greek Monotonic

νεοσσίς: Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεοσσίς, αττιξ νεοττίς, ίδος, ἡ, = νεόσσιον, of a girl, Anth.]