οἰκήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήτορος (ὁ) :<br /><b>1</b> habitant;<br /><b>2</b> qui colonise, colon.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
|btext=ήτορος (ὁ) :<br /><b>1</b> habitant;<br /><b>2</b> qui colonise, colon.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[житель]], [[жилец]] (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[поселенец]], [[колонист]] Thuc. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[οἰκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοικος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἰκητὸς θεοῦ</i>, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· <i>Ἅιδου οἰκ</i>., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άποικος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''οἰκήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[οἰκέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοικος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἰκητὸς θεοῦ</i>, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· <i>Ἅιδου οἰκ</i>., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άποικος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκήτωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[житель]], [[жилец]] (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[поселенец]], [[колонист]] Thuc. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκήτωρ Medium diacritics: οἰκήτωρ Low diacritics: οικήτωρ Capitals: ΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: oikḗtōr Transliteration B: oikētōr Transliteration C: oikitor Beta Code: oi)kh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc.; οἰ. θεοῦ, i. e. dwelling in the temple, E.Andr.1089; Ἅιδου οἰ., of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517. 2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.

French (Bailly abrégé)

ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκήτωρ: ορος ὁ
1) житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);
2) поселенец, колонист Thuc. etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.

Spanish

habitante

Greek Monolingual

οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῦ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἰκήτωρ, ορος, ὁ, οἰκέω
1. an inhabitant, Hdt., attic; οἰκ. θεοῦ one who dwells in the temple of the god, Eur.; Ἅιδου οἰκ., of one dead, Soph.
2. a colonist, Thuc.

English (Woodhouse)

colonist, inhabitant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)