οἰωνοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui interprète le vol <i>ou</i> le cri des oiseaux, augure.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[τίθημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui interprète le vol <i>ou</i> le cri des oiseaux, augure.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοθέτης:''' ου ὁ птицегадатель Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰωνοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοθέτης:''' ου ὁ птицегадатель Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰωνο-[[θέτης]], ου, ὁ, [[τίθημι]]<br />an [[interpreter]] of auguries. Soph.
|mdlsjtxt=οἰωνο-[[θέτης]], ου, ὁ, [[τίθημι]]<br />an [[interpreter]] of auguries. Soph.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοθέτης Medium diacritics: οἰωνοθέτης Low diacritics: οιωνοθέτης Capitals: ΟΙΩΝΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: oiōnothétēs Transliteration B: oiōnothetēs Transliteration C: oionothetis Beta Code: oi)wnoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοθέτης: ου ὁ птицегадатель Soph.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.

Greek Monolingual

οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστροθέτης.

Greek Monotonic

οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰωνο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
an interpreter of auguries. Soph.