περίδραξις: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de saisir avec la main.<br />'''Étymologie:''' [[περιδράσσομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de saisir avec la main.<br />'''Étymologie:''' [[περιδράσσομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίδραξις:''' εως ἡ [[схватывание]], [[обхватывание]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άξεως, ἡ, ΜΑ [[περιδράσσομαι]]<br />η [[σύλληψη]], η [[κατανόηση]] (α. «[[περίδραξις]] τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων [[περίδραξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να πιάνει [[κανείς]] με το [[χέρι]] [[κάτι]]. | |mltxt=-άξεως, ἡ, ΜΑ [[περιδράσσομαι]]<br />η [[σύλληψη]], η [[κατανόηση]] (α. «[[περίδραξις]] τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων [[περίδραξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να πιάνει [[κανείς]] με το [[χέρι]] [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, grasping with the hands, τινος Plu.2.392b, cf. 979d.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Umfassen mit den Händen, Plut. de εἰ ap. Delph. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de saisir avec la main.
Étymologie: περιδράσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
περίδραξις: εως ἡ схватывание, обхватывание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περίδραξις: ἡ, τὸ περιδράττεσθαι, Πλούτ. 2. 392Α, πρβλ. 979D.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ περιδράσσομαι
η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)
αρχ.
το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.