Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιτρίβω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρίβω]].
|btext=frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρίβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιτρίβω:''' (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[τρίβω]] [[ολόγυρα]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ [[χρόνος]] τὸ [[ἄγαλμα]]», Φιλοστρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίβω]] [[ελαφρά]] («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] και το [[καθαρίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ περιτετριμμένοι</i><br />τα περιτρίμματα.
|mltxt=ΜΑ<br />[[τρίβω]] [[ολόγυρα]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ [[χρόνος]] τὸ [[ἄγαλμα]]», Φιλοστρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίβω]] [[ελαφρά]] («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] και το [[καθαρίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ περιτετριμμένοι</i><br />τα περιτρίμματα.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτρίβω:''' (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρίβω Medium diacritics: περιτρίβω Low diacritics: περιτρίβω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΙΒΩ
Transliteration A: peritríbō Transliteration B: peritribō Transliteration C: peritrivo Beta Code: peritri/bw

English (LSJ)

[ῑ], A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 (Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη… περιτρῐβείς (aor. 2 Pass.) Lyc.790: metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5. II smear, τί τινι Nonn. D.6.190,41.110.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum abreiben, περιτριβείς Lycophr. 790.

French (Bailly abrégé)

frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.
Étymologie: περί, τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

περιτρίβω: (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).

Greek (Liddell-Scott)

περιτρίβω: μέλλ. -ψω, τρίβω ὁλόγυρα ἢ φθείρω, ὁ χρόνος π. τὸ ἄγαλμα Φιλόστρ. 673, πρβλ. 797· πτερὰ περιτετριμμένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 50· κόγχος ἅλμῃ... περιτριβεὶς (μετοχ. ἀορ. β΄ παθ.) Λυκόφρ. 790.

Greek Monolingual

ΜΑ
τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)
μσν.
τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)
αρχ.
1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοι
τα περιτρίμματα.