πολυαῦλαξ: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />aux nombreux sillons, vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]]. | |btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />aux nombreux sillons, vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυαῦλαξ:''' ᾰκος adj. с многочисленными бороздами ([[πεδίον]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-αῦλαξ, ακος,<br />with [[many]] furrows, Anth. | |mdlsjtxt=πολυ-αῦλαξ, ακος,<br />with [[many]] furrows, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, τό, with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.
Russian (Dvoretsky)
πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολυ-αῦλαξ, ακος,
with many furrows, Anth.