προσκλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκλητικός:''' [[зовущий]], [[призывный]] ([[φωνή]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
German (Pape)
[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.
Russian (Dvoretsky)
προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).