προσθύμιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />conforme au désir de, bienvenu de, dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />conforme au désir de, bienvenu de, dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[θυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσθύμιος:''' дор. [[ποτιθύμιος|ποτῐθύμιος]] 2 (ῡ) приятный, желанный (ἔργα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσθύμιος:''' -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] κάποιου, [[ευπρόσδεκτος]], καλοδεχούμενος, <i>τινι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''προσθύμιος:''' -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο [[μυαλό]] κάποιου, [[ευπρόσδεκτος]], καλοδεχούμενος, <i>τινι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσθύμιος:''' дор. [[ποτιθύμιος|ποτῐθύμιος]] 2 (ῡ) приятный, желанный (ἔργα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-θύμιος, ον, [θῡμός]<br />according to one's [[mind]], [[welcome]], τινι Anth.
|mdlsjtxt=προσ-θύμιος, ον, [θῡμός]<br />according to one's [[mind]], [[welcome]], τινι Anth.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθύμιος Medium diacritics: προσθύμιος Low diacritics: προσθύμιος Capitals: ΠΡΟΣΘΥΜΙΟΣ
Transliteration A: prosthýmios Transliteration B: prosthymios Transliteration C: prosthymios Beta Code: prosqu/mios

English (LSJ)

[ῡ], poet. ποτιθύμιος, ον, according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 766] nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, dat..
Étymologie: πρός, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

προσθύμιος: дор. ποτῐθύμιος 2 (ῡ) приятный, желанный (ἔργα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

προσθύμιος: [ῡ], -ον, καταθύμιος, εὐάρεστος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 288.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευάρεστος, καταθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].

Greek Monotonic

προσθύμιος: -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου, ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.

Middle Liddell

προσ-θύμιος, ον, [θῡμός]
according to one's mind, welcome, τινι Anth.