στιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[στιβάς]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[στιβάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''στῐβάδιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[στιβάς]] подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῐβάδιον:''' τό, υποκορ. του [[στιβάς]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''στῐβάδιον:''' τό, υποκορ. του [[στιβάς]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''στῐβάδιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[στιβάς]] подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[στιβάς]], Plut., Luc.]
|mdlsjtxt=στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[στιβάς]], Plut., Luc.]
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβάδιον Medium diacritics: στιβάδιον Low diacritics: στιβάδιον Capitals: ΣΤΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: stibádion Transliteration B: stibadion Transliteration C: stivadion Beta Code: stiba/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.

German (Pape)

[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στιβάς.

Russian (Dvoretsky)

στῐβάδιον: (ᾰ) τό [demin. к στιβάς подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.

Greek Monolingual

και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδαστιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).

Greek Monotonic

στῐβάδιον: τό, υποκορ. του στιβάς, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of στιβάς, Plut., Luc.]